ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΚΑΡΠΙΑΙΟΥ ΣΩΛΗΝΑ
Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα οφείλεται σε πίεση του μέσου νεύρου κατά την διέλευσή του στον καρπιαίο σωλήνα. Πρόκειται για ένα σύνδρομο που αφορά κυρίως γυναίκες και συνήθως πάσχουν και τα δύο άκρα.
Η διάγνωση τίθεται από το ιστορικό λόγω του χαρακτηριστικού νυκτερινού άλγους της περιοχής με αντανάκλαση αυτού τόσο κεντρικά όσο και περιφερικά, και τις έντονες παραισθησίες στο δείκτη, μέσο και παράμεσο δάκτυλο, καθώς και από την κλινική εξέταση.
Η επιβεβαίωση έρχεται από το ηλεκτρομυογράφημα και η θεραπεία είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων χειρουργική.
ΕΚΤΕΙΝΑΣΣΟΜΕΝΟΣ ΔΑΚΤΥΛΟΣ
Είναι μια χαρακτηριστική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής αναφέρει ότι ένα από τα δάκτυλά του κλείνει αλλά δεν ανοίγει εύκολα ή ανοίγει αλλά συναντά δυσκολία κατά την κάμψη. Πολλές φορές κατά το άνοιγμα του δακτύλου υπάρχει μια μικρή αναπήδηση. Η πάθηση μπορεί να είναι συγγενής όποτε αφορά κυρίως των αντίχειρα ή επίκτητη όπου οφείλεται σε πάχυνση και στένωση του ελύτρου του τένοντας ή σε δευτεροπαθή τοπική πάχυνση του ίδιου του τένοντα. Σε προχωρημένα σταδία η νόσος μπορεί να μην αφήνει το δάκτυλο να τεντώσει πλήρως. Η θεραπεία μπορεί να είναι συντηρητική με πτωχά όμως αποτελέσματα, ενώ η χειρουργική θεραπεία δίνει την οριστική λύση του προβλήματος.
ΣΤΕΝΩΤΙΚΗ ΤΕΝΟΝΤΟΕΛΥΤΡΙΤΙΔΑ DE QUERVAIN
Η λίαν επώδυνη στενωτική τενοντοελυτρίτιδα του 1ου ραχιαίου διαμερίσματος του χεριού είναι τόσο συχνή και κοινή στην ορθοπεδική, όπου έχει και όνομα και λέγεται Νόσος του De Quervain. Ο ονομαζόμενος περιέγραψε την ανωτέρω πάθηση το 1895, ως χειρουργός και προέρχεται από την Ελβετία.
Η πάθηση οφείλεται σε τενοντοελυτρίτιδα, σε φλεγμονή δηλαδή τενόντων αλλά και των ελύτρων τους που περικλείουν τους τένοντες. Οι γυναίκες νοσούν συχνότερα από τους άντρες.
Οι τένοντες που πάσχουν είναι ο μακρός απαγωγός και ο βραχύς εκτείνοντας τένοντας του αντίχειρα, μαζί με το έλυτρό τους.
Οι τένοντες αυτοί είναι υπεύθυνοι για την απαγωγή και την έκταση του αντίχειρα και συμμετέχουν σε ποικιλία κινήσεων.
Η αιτία της νόσου δεν είναι συγκεκριμένη, μπορεί να οφείλεται σε σύνδρομο υπερχρήσης, αλλά και σε κάποια ρευματοειδή ασθένεια.
Τα συμπτώματα είναι πόνος κατά την χρήση του αντίχειρα και η δυσκολία στην σύλληψη αντικειμένων, ενώ πολλές φορές μπορεί να παρατηρηθεί και τοπικό οίδημα. Υπάρχουν συγκεκριμένα ορθοπεδικά τεστ για την διαπίστωση της πάθησης αυτής.
Η θεραπεία μπορεί να είναι συντηρητική στα αρχικά στάδια με τοποθέτηση νάρθηκα ακινητοποίησης αντίχειρα, συστηματική παγοθεραπεία και τοπική αγωγή με αντιφλεγμονώδη κρέμα. Στις επίμονες περιπτώσεις δύναται να υπάρξει βελτίωση με φυσιοθεραπευτική αγωγή. Η τοπική έγχυση κορτιζόνης έχει συνήθως πολύ καλά αποτελέσματα, αλλά μπορεί μακροχρόνια να αποδυναμώσει τους τένοντες και να οδηγήσει μέχρι και σε αυτόματη ρήξη.
Η οριστική θεραπεία της στενωτικής τενοντοελυτρίτιδας είναι στις υποτροπιάζουσες και χρόνιες περιπτώσεις η διάνοιξη του ελύτρου του του 1ου ραχιαίου διαμερίσματος του χεριού.
Η επέμβαση πραγματοποιείται υπό τοπική αναισθησία σε χειρουργεία μίας ημέρας. Μετεγχειρητικά ο ασθενής μπορεί να χρησιμοποιεί ελεύθερα το χέρι του χωρίς να το καταπονεί για 2 περίπου εβδομάδες.
ΡΗΞΗ ΩΛΕΝΙΟΥ ΠΛΑΓΙΟΥ ΣΥΝΕΣΜΟΥ ΑΝΤΙΧΕΙΡΑ ( SKIERS THUMB )
Πρόκειται για ένα τραυματισμό συνδεσμικών στοιχείων της μετακάρποφαλαγγικής άρθρωσης του αντίχειρα, που συναντάται συχνά σε αθλητές του σκί.
Ο ανθρώπινος αντίχειρας συμμετέχει στην λειτουργία του χεριού κατά 50%. Στην άρθρωσή του με το πρώτο μετακάρπιο υπάρχουν δύο πλάγιοι σύνδεσμοι, ο έξω ή κερκιδικός και ο έσω ή ωλένιος σύνδεσμος. Οι σύνδεσμοι αυτοί είναι απαραίτητοι για την σταθερότητα της άρθρωσης. Σε περίπτωση τραυματισμού του ωλενίου πλαγίου συνδέσμου η συγκράτηση ενός βαρέως αντικειμένου είναι πολύ δύσκολη.
Ο αθενής που πάσχει από την ρήξη αυτή παρουσιάζει πόνο και οίδημα στην ωλένια περιοχή της άρθρωσης και δεν μπορεί να κρατήσει αντικείμενα. Στην κλινική εξέταση η συνδεσμική αστάθεια σε σχέση με το υγιές χέρι είναι χαρακτηριστική με απόκλιση της άρθρωσης σε πλάγια δοκιμασία πάνω από 30 μοίρες. Ο ακτινολογικός έλεγχος είναι απαραίτητος προς αποκλισμό οστικής συμμετοχής , ενώ το υπερηχογράφημα μαλακών μορίων και η μαγνητική τομογραφία μπορούν να απεικονίσουν την βλάβη.
Η θεραπεία καθορίζεται από τον τραυματισμό και το επάγγελμα του ασθενή.
Σε περίπτωση μερικής ρήξης η συντηρητική θεραπεία με ακινητοποίηση της μετακάρποφαλαγγικής άρθρωσης με άκαμπτο νάρθηκα για 6 εβδομάδες δίνει πολύ καλά αποτελέσματα. Η χειρουργική θεραπεία έχει θέση σε πλήρη ρήξη του συνδέσμου σε ασθενείς που ασκούν χειρονακτική εργασία και φυσικά στους αθλητές.
Η χειρουργικά αποκατάσταση συνίσταται στην καθήλωση του συνδέσμου στην ανατομική θέση, συνήθως με μεταλικές ή απορροφίσημες άγκυρες ή διοστικές ραφές. Σε περίπτωση αποσπατικού κατάγματος χρησιμοποίειται τεχνική καθήλωσης μικρών οστικών τεμαχίων.
Μετεγχειρητικά η περιοχή ακινητοποιείται για 4- 6 εβδομάδες, όπου και ξεκινάει η αποκατάσταση, που διακρεί ακόμα 6 έβδομάδες. Η επιστροφή στα σπορ υπολογίζεται σε 3 μήνες μετατραυματικά.
ΓΑΓΓΛΙΟ
Η γαγγλιακή κύστη στην περιοχή της πηχεοκαρπικής άρθρωσης και στην άκρα χείρα είναι
συχνή πάθηση και οφείλεται συνήθως σε υπέρχρήση. Η διαγνωση επιτυγχάνεται με
υπερηχογράφημα και η θεραπεία έιναι συντηρητική ( ακινητοποίηση και τοπική
παγοθεραπεία ) . Επί εμμονή συμπτωμάτων συνιστάται χειρουργική αφαίρεση.
ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΠΗΧΕΟΚΑΡΠΙΚΗΣ ΑΡΘΡΩΣΗΣ
Τα κατάγματα της πηχεοκαρπικής είναι από τα συχνότερα της τραυματολογίας.
Τα περισσότερα αντιμετωπίζονται συντηρητικά μα ακινητοποίηση για 4-6 εβδομάδες.
Υπάρχουν όμως και οι κατηγορίες καταγμάτων που χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης (
εξωτερική ή εσωτερική οστεοσύνθεση ) για την αποφυγή επώδυνων παραμορφώσεων και
δυσλειτουργείας της περιοχής.